- λούτσα
- η лужа;
§ γίνομαι λούτσα — промокнуть до костей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ γίνομαι λούτσα — промокнуть до костей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λούτσα — I Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ., 5 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νομού, στις νοτιοδυτικές απολήξεις των Τζουμέρκων, μεταξύ των ποταμών Άραχθου και Σαραντάπορου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
λούτσα — η (λ. σλαβ.) 1. μικρή κοιλότητα του εδάφους γεμάτη βρόμικο νερό, γούρνα, τέλμα. 2. φρ., «Έγινα λούτσα», μούσκεψα, βράχηκα πολύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λουτσίζω — [λούτσα] 1. καταβρέχω κάποιον με νερό, ιδίως ακάθαρτο 2. οδηγώ τα αιγοπρόβατα στη λούτσα για πότισμα … Dictionary of Greek
Artemida, Attica — Infobox Greek Dimos name = Artemida (Loutsa) name local = Αρτέμιδα caption skyline = city city lat deg = 37 lat min = 58 lon deg = 24 lon min = 0 elevation min = 0 elevation max = 2 periph = Attica prefec = East Attica districts = mayor = party … Wikipedia
Ostattika — Präfekturbezirk Ostattika (1972–2010) Νομαρχία Ανατολικής Αττικής Basisdaten (April 2010)[1] … Deutsch Wikipedia
Parga — Gemeinde Parga Δήμος Πάργας (Πάργα) … Deutsch Wikipedia
Artemida (Attika) — Gemeinde Artemida (1994–2010) Δήμος Αρτέμιδος … Deutsch Wikipedia
ελικώνας — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο Ε. ήταν αδελφός του Κιθαιρώνα, αλλά τα δύο αδέλφια είχαν εντελώς αντίθετο χαρακτήρα. Ο άπληστος και πλεονέκτης Κιθαιρώνας, αφού σκότωσε τον πατέρα του, έριξε με ύπουλο τρόπο τον πράο… … Dictionary of Greek
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
λούτσισμα — το [λουτσίζω] 1. κατάβρεγμα με νερό 2. πότισμα τών ζώων στη λούτσα … Dictionary of Greek
Άρτεμη — I Θεότητα του δωδεκάθεου των αρχαίων Ελλήνων. Το όνομά της δεν μας αποκαλύπτει τίποτα για την καταγωγή της. Τα χαρακτηριστικά όμως γνωρίσματα, με τα οποία εμφανίζεται στην Πελοπόννησο, όπου η λατρεία της είναι παλαιότερη από οπουδήποτε αλλού, ως… … Dictionary of Greek